-
1 ὑποπίμπλημι
A fill,φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.NA1.23
;ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.Her.19.4
;τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.Or.11.17
:—[voice] Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a beard, Pl. Prt. 309a;γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.Phdr. 253e
; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.DMar. 12.2: later also c. dat.,ὑ. δάκρυσιν AP5.274
(Paul. Sil.).II [voice] Pass., of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι become mothers of many children, Hdt.6.138: abs., become pregnant, Ael.NA12.21, Poll.3.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπίμπλημι
-
2 διυφαίνω
A fill up by weaving,τὰς διαστάσεις Gal.2.904
, cf. Luc. VH1.15:—[voice] Pass.ἀράχνιον μήπω διυφασμένον Gal.2.569
.2 interweave, in [voice] Pass., Ael.NA9.17; ζώνη διυφασμένη καλλίστοις χρώμασιν Aristeas 97, cf. LXX Ex.36.31 (39.23).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διυφαίνω
-
3 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
4 ἡμιόλιος
A containing one and a half, half as much or as large again, Pl.Tht. 154c;περίμετρος Plb.6.32.7
;ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D.S.15.44
: c. gen., τὰς περόνας ἡμιολίας.. τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου half as large again as.., Hdt.5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a
; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν Arist.HA 619a13
; neut., half as much again,ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.An.1.3.21
; ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι let him be fined half as much again as the amount he seized, IG9(1).333.5 ([dialect] Locr., v B.C.); of numbers, half as many again,ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12
.II in the ratio of one and a half to one (3:2), as in musical sounds,ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.Ti. 36a
; τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ. Philol.6; ἡ ἡμιολία this ratio,τὴν ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg. 956d
; ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ. Mitteis Chr.280.15 (ii B.C.). Adv.- ίως Nicom.Ar.2.20
, Procl.in Ti.2.223 D.III ἡμιολία ναῦς a light vessel with one and a half banks of oars, D.S.19.65; also ἡμιολία alone, Thphr.Char.25.2, D.S.16.61, Mus.Belg.14.20 (but- ίους Plb.5.101.2
,- ιον Hsch.
), etc.; used by pirates, Thphr.Char. l.c.;ἡ. λῃστρικαί Arr.An.3.2.5
, etc.; expld. by δίκροτος (q.v.) ναῦς, Hsch.IV τροχαϊκὸς ἡ. (sc. στίχος ) trochaic verse consisting of a metre and a half, Heph.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόλιος
-
5 διάστασις
A parting, separation (opp. ἕνωσις, Dam.Pr. 273),ὀρέων Hdt.7.129
;ὀστέων Hp.Art.20
, cf. Gal.19.461;φάραγγες καὶ δ. τῆς γῆς
fissures,Arist.
Mete. 350b36; breach in a barrier, Ph.Bel.98.31; opening,τῆς γένυος Aret.CD1.3
.b κεφαλῆς δ. splitting headache, ibid. (pl.), v.l. in Pl.R. 407c.d δ. κενεή retching, ib. 2.7.e = διαστολή, of the pulse, Zenoap.Gal.8.736.2 setting at variance,τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Th.6.18
, cf. Plu.Cor.16; cause of breach, Arist.Pol. 1303b15.5 divorce, Plu.Aem.5, etc.II Gramm., of vowels, διαίρεσις κατὰ διάστασιν (as in πάϊς) A.D.Pron.87.4.b τὰ κατὰ δ. forms written as two words, e.g. ἐμέθεν αὐτῆς ib.114.11.III interval, Pl.Ti. 36a, etc.; in Music, Aristox.Harm.p.4 M., al.; of space, extension, Arist.Top. 142b5, al.; dimension,τὰς αὐτὰς διαστάσεις εἰς βάθος εἰληφός Epicur.Nat.2.7
, cf. Gal.11.503, S.E.M.3.19;ἡ δ. ἡ τριχῇ
tridimensionality,Plot.
1.2.6, cf. 6.6.17, Porph.Sent.35, Dam.Pr. 375.IV = διακόσμησις, Antipho Soph.23. (Freq. confused with διάτασις, wh. shd. perh. be read in 1.1.b,c,d.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστασις
См. также в других словарях:
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek